- περιγραπτικός
- -ή, -όν, Α [περίγραπτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή ή στο περίγραμμα, οροθετικός, προσδιοριστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՇՐՋԱԳՐԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0496 Chronological Sequence: 8c, 12c, 13c ա. περιγραπτικός, περιγραφικός circumscriptivus եւ այլն. Պհարագրօղ. բովանդակիչ. եւ Ներշրջանական. եւ Կանոնափակ. *Ոչ ժամանակ, ոչ տեղի, եւ ոչ այլ ինչ շրջագրական անուն. Նիւս. երգ.: *Սոքօք ներածիլ ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)